- γυμνασιαρχία
- η1. το αξίωμα του γυμνασιάρχη.2. το αξίωμα του γυμνασίαρχου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γυμνασιαρχία — γυμνασιαρχίᾱ , γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem nom/voc/acc dual γυμνασιαρχίᾱ , γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιαρχία — η (Α γυμνασιαρχία) νεοελλ. ο βαθμός ή η υπηρεσία τού γυμνασιάρχη αρχ. το αξίωμα τού γυμνασιάρχου … Dictionary of Greek
γυμνασιαρχίας — γυμνασιαρχίᾱς , γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem acc pl γυμνασιαρχίᾱς , γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιαρχίαι — γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem nom/voc pl γυμνασιαρχίᾱͅ , γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιαρχίαν — γυμνασιαρχίᾱν , γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιαρχιῶν — γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιαρχίαις — γυμνασιαρχία office of gymnasiarch fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
λειτουργιά — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
Gymnasiarchie — En Grèce antique, la gymnasiarchie (γυμνασιαρχία / gymnasiarkhía) est une magistrature ou une liturgie (service public assumé par un riche particulier). Son contenu varie selon les cités : les textes anciens présentent en général le… … Wikipédia en Français